- φυσάει
- дува
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Меркури, Ирини — Ирина Меркури 2003 год Основная информация Имя … Википедия
βορίζω — [βοριάς] 1. φρ. «ο καιρός βορίζει» αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος 2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο … Dictionary of Greek
Βαρδάρης — ο 1. επονομασία του Αξιού ποταμού. 2. δυνατός και κρύος αέρας που φυσάει στο μήκος της κοιλάδας του Αξιού: Εδώ και τρεις μέρες φυσάει παγωμένος βαρδάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσητήρας — ο 1. συσκευή που φυσάει αέρα, ασκός ειδικός για φύσημα (βλ. λ.), φυσερό, φυσούνα. 2. σύνεργο για το φύσημα ισχυρού ρεύματος αέρα σε καμίνια μεταλλοτεχνίας, χυτήρια κτλ., φυσερό. 3. το φυσητήριο όργανο της φάλαινας, η τρύπα με την οποία η φάλαινα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Os Ton Paradeiso — Ως Τον Παράδεισο Studio album by Keti Garbi Released 1993 Recorded 1993 … Wikipedia
Nicholas X. Notias — Born Νίκος Νοτιάς 1966 New York, USA Residence Manhattan, NY Nationality … Wikipedia
αέλλεται — ἀέλλεται (Μ) [ἄελλα] κατά το Μέγα Ετυμολ. «πνεῑ», δηλ. πνέει, φυσάει (για τον άνεμο) (20, 1) … Dictionary of Greek
αγελαδόπονος — και γελαδόπονος, ο πόνος που παρουσιάζεται στα χείλη, τα σαγόνια ή άλλο μέρος τού προσώπου εκείνου, ο οποίος φυσάει με το στόμα του για να γδάρει σφαγμένη αγελάδα που προσβλήθηκε από χαμοδράκι ο πόνος αυτός προκαλεί φλύκταινα (φουσκάλα), που… … Dictionary of Greek